Τρίτη 22 Απριλίου 2008

Έχω κι εγώ παιδί με τον Πασχάλη

Η επιστήμη σήκωσε τα χέρια ψηλά. Ήταν όμως τόσο μεγάλη η λαχτάρα μου να ξαναβγώ στη δημόσια ζωή, που το κατάφερα κι αυτό. Τώρα πρέπει απλώς να το μεγαλώσω λίγο, να μπορώ να το τραβώ στις εκπομπές, μην πηγαίνω και μόνος μου ωσάν το τσόλι... Γι αυτό και η απουσία όλον αυτόν το μήνα, σε έναν ιδανικό βέβαια συνδυασμό με την υπερβολική κούραση, όση γκαντεμιά (δεν) μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος και την απώλεια της πίστης στην ομορφιά του ανθρώπινου γένους.
Έλα όμως που το σαββατόβραδο έκανα ντου στο Κύτταρο (το Κύτταρο της μάνας μου, το τότε, ήταν άλλο, δε χρέωνε 35 Ευρά για την απίστευτη γυφτιά του σέρβις και του κοινού) όπου, παρά τους απίστευτους μαυροπουκαμισάδες κ.λπ. βούρλα που είχαν συρρεύσει προς παρακολούθηση του β' μέρους του προγράμματος Βενετσάνου -Λουδοβίκου Ζ', κατάφερα να απολαύσω αυτή την εξαιρετική γυναίκα.
ΟΚ, ξέρουμε ότι τα live της, τα σπάνια live της, είναι μοναδικές μικρές επαφές με το κοινό της. Ευκαιρίες της να πει δυο λόγια για τα όσα την ενοχλούν στον κοσμάκη, μετανάστευση, εκμετάλλευση και ό,τι άλλο. Δεν είχα όμως ποτέ ξαναπετύχει Βενετσάνου σε κατάσταση χιούμορ. Να πετάει δηλαδή σε χρόνο ανύποπτο, μεταξύ των άλλων, που σε κάνουν να πεθαίνεις, πανέξυπνα τσιτάτα γεμάτα επικοινωνία και μεστό μυαλό ευφυέστατου καλλιτέχνη. Και πάλι καλά, γιατί αλλιώς πώς ν'αντέξεις τόση Στέλλα Χρυσουλάκη -θα παραθέσω- και Μπέττυ Κομνηνού και Θόδωρο Ποάλα και... Αυτό που στη Βενετσάνου με κάνει να απορώ, είναι η εναλλαγές των μουσικών υφών όπου κινείται' μπορείς να ακούσεις ολόκληρη τη δισκογραφία της και να μη βαρεθείς ούτε λεπτό (τουλάχιστον εγώ που είμαι Σκορπίνι κι ένα βίτσιο τό 'χω). Και σε όλα τα καταφέρνει το ίδιο καλά! Ευλογίες, παιδί μου...

Αυτό το τραγουδάκι δε θέλει πρόλογο. Κι επειδή είναι και σεπτό, η συνταγή -από Κρήτη, εννοείται- θα αριβάρει αύριον.
Θέλω να μου μιλήσεις
για κείνη τη μάντρα του μικρού μας σχολειού.
Θέλω να μου μιλήσεις
για τον πετροπόλεμο στην κάτω γειτονιά.
Τ' όνομά σου είχα γράψει ανορθόγραφα
σε τοίχο ολόλευκο στον Άγιο Τίτο.
Κι έφαγα της χρονιάς μου τότε, όχι για τα λάθη,
μα για την αγάπη μου -δεν είν' ο δάσκαλος που μας χωρίζει πια.
Είναι που στην πορεία μας δεν έχει διάλειμμα για να βρεθούμε.-

Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

Who the Hell



Αυτή είναι η ερώτηση και η απάντηση, φοβούμαι.
Πρέπει να γίνει κάτι γι αυτό, και σύντομα. Τα λόγια πρέπει να αποκτήσουν ένα σκοπό πριν αρχίσουν να καταλαμβάνουν περισσότερο απ'όσο πρέπει. Να διοχετεύονται. Ή όχι;
We sail the harder ships of the world. Θα το κρεμάσω ταμπέλα πάνω στο ξυρισμένο μου κεφαλάκι, να δω τι πελατεία θα μαζεύω, τι σόι θα γίνουμε όλοι εμείς οι σκληροί εφοπλιστές. Έχουμε ψιλοξεμείνει από παρηγοριές, είναι κι ένα στιχάκι που περιλαμβάνει όνομα που με βολεύει αλλά για το παρόν πρέπει να το αποσιωπήσω. Ή για πάντα, ποιος τα ξέρει αυτά.
Δεν είναι άσχημες οι τελευταίες μέρες, αλλά ξέρουμε τι μήνας είναι ο Α.
Στείλε μας από πάνω ένα κλειστό φακελάκι, άδειο, να έχουμε να περιμένουμε πώς και τι να το ανοίξουμε στο τέλος του. Θα τον βγάλουμε κι αυτόν, αναμφίβολα, γεμάτοι casualties και μικρές αμυχούλες-μάτια. Ah, je voudrais dormir... Κι ανοίγουν τα αμυχόματα και μπουκάρει το αίμα με όλα του τα λιπαρά, τα όνειρα μπερδεύονται' μέσα στο απριλιάτικο φροϋδολόγημα είμαι πια ολόκληρος ο εαυτός μου ως φιάλη κομπλέ σε μπουζούκια. Είναι too much και να πάει στο διάολο. Θα κόψω τις κακές συναναστροφές και το θέατρο. Θα σταματήσω το μυαλό μου και θα γίνω θεότεκνο. Θα σας εξαφανίσωμε. Καληνύχτες (στα μπουζούκια πάλι).

Hey little white wild strawberry
I sprinkle you with stars from there above
and I know what it takes
for your veins
to suck red, to suck red

Τρίτη 8 Απριλίου 2008

να πιούμε ένα κρασάκι;

Σου λένε η κατά Hof(f)mannsthal Κλυταιμήστρα και ο Αίγισθος, καταχαρούμενοι μες στην άγνοια της αναγγελίας του θανάτου του Ορέστη. Έτσι περνά η παραστασούλα στο διάλειμμα και πας να τσιμπήσεις πρόγραμμα καθότι το θες. Και όσο το ξεφυλλίζεις κοζάροντας λαθραία τους υπόλοιπους που μυρίστηκαν Κεχαγιόγλου κι έσπευσαν μόνοι, δε μπορείς να μη σκεφτείς τι κάθεσαι και βλέπεις.
Είχα ομολογώ φρέσκια από το περσινό μέγαρο τη Μουτούση στο κείμενο, και δυσκολεύτηκα να χωνέψω την απουσία bitchοσύνης, γιατί κακά τα ψέματα καμία δεν είναι τόσο σκύλα όσο η Αμαλία. Αργά αργά όμως, με τα σοφά αντικείμενα στο σκηνικό χώρο, μαχαιροπίρουνα κουτάλες κ.ο.κ., σερβιρίστηκα μια χαρά τη σκηνοθεσιάρα του Γιάννη Λεοντάρη. Και όσο έτρωγα, τόσο παρατηρούσα το σώμα αυτής της γυναίκας που παίζει ίσως τόσο καλά όσο η μούρη της. Την αγαπώ.
Επίσης πρέπει να πω ότι αν δω και τέταρτο Φριντζήλα φέτος θα πάθω υστερία. Μια χαρά ο άνθρωπος, πάντως.
Ακόμα, αν συνεχίσουν να γεμίζουν θέατρα κυρίως τα ΚΑΠΗ (τι είναι "politically correct"?) για χρόνια ακόμα στην Ελλάδα, εγώ θα πάω ν'ανοίξω ένα δικό μου (θέατρο) που θα δέχεται τα συμπαθητικά ηλικιωμένα δίποδα μόνο τις Κυριακές. Πριν την παράσταση θα προσφέρεται έξτρα κρεπάρισμα, φυτική βαφή σε όλες τις αποχρώσεις του κοκκινοβυσσινοακαζού καθώς και ειδικός μπιντές με υγρή λακ για βουτιές της καούκας, μην είστε και σαν τις γύφτισσες.
Και αφού με χλευάσεις για την ελαφρότητά μου, σκέψου λίγο τον κατά Hugo θάνατο της πριγκίπισσας. Στάσου στα δυο σου πόδια, σήκω στις μύτες, άπλωσε μπροστά τα χέρια σου και φαντάσου πώς βιώνεται η ανακούφιση: ζύγισε την ευτυχία και την απώλεια, ζήσε ή πέθανε.
Δεν έχει συνταγή σήμερα. Μόνο κρασάκι.

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

all about ricotta


Κατ΄ αρχήν, δεν είναι τυρί. Η βικιπαίδεια σε ξορκίζει να μην το αποκαλείς έτσι. Φτιάχνεται γαρ από τον ορό του γάλακτος, μυζηθρούλα σα να λέμε, που θερμαίνεται και κροκιδώνεται και εντέλει (της ricotta τα πάθη) στραγγίζεται. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο -κρατήσου- έχει μόλις 5% λιπαρά! Τρως δηλαδή 8 φορές ricotta εκεί που θά'τρωγες μία φορά φέτα! Θα ήταν κρίμα να μην παραθέσω δύο ακόμη τρόπους αξιοποίησης του παρασκευάσματος αυτού (ΔΕΝ είναι τυρί, λέμεεεεεε...).


Αν έχεις πρόσβαση σε νόστιμο καλαμποκόψωμο, από αυτό το γλυκό, κίτρινο και σκληρό/πυκνό, συνδύασέ το με το υλικό μας και γαλοπούλα σε ονειρικό αλτερνατίφ ψωμοτύρι του φτωχοδιανοούμενου. Αν πάλι έχεις φούρνο, βάλε σε ανοιχτό αλουμινόχαρτο μια γροθιά ricotta, και άσε τη στους 200 να σχηματίσει μια χρυσοκαφετί κρούστα. Φάε να δεις.




Μα, δεν το πιστεύω ότι κάθομαι και δίνω συνταγές!

αζ φαστ αζ ποσιμπλ

Τις υποσχέσεις μου τις τηρώ. Πολύ εύκολη και φαστ συνταγή, αρκεί να πάτε πρώτα μια βόλτα να ψωνίσετε το υλικό στα δυτικά προάστια και να πάρετε και τον αέρα σας.
Το υλικό με αστερίσκο θα βρεθεί ιδανικά μια ηλιόλουστη Κυριακή πρωί, ας πούμε αύριο, μέσα σε ένα καστράκι μέσα σε ένα άλσος μέσα σε ένα περιβαλλοντικό πάρκο Αντώνης Τρίτσης μέσα στο Ίλιον. Θα πάτε, θα μπείτε χωρίς Δούρειο Ίππο, θα αναζητήσετε στα μικροβιολογομάγαζα το Ερμάρι της Ρένας, είναι πολύ εξυπηρετική, και θα ζητήσετε το υλικό σας -το μεγάλο βαζάκι, δε θέλω τσιγγουνιές- προς 8 ευρώ συν πλην. Για να μη σας χαλάσει το κέφι τελευταία στιγμή το λέω. Επίσης, προτείνω η ricotta να είναι όχι συσκευασμένη, καθώς έτσι έχει λιγότερο γλυκιά γεύση και είναι καταλληλότερη για αρμυρά εδέσματα. Ιδού:

Λαίμαργη έμπνευση της στιγμής με ricotta και καπνιστή μελιτζάνα

3-4 κουταλιές σούπας ψίχα καπνιστής μελιτζάνας*, με τα υγρά της
2-3 κουταλιές σούπας φρέσκια ricotta
1 κουταλιά γλυκού ξερό τριμμένο βασιλικό (για Παλαμάς πήγαινε)
ελάχιστο ελαιόλαδο για ψιλοτηγάνισμα
λίγο αγουρέλαιο για το σερβίρισμα

Ω, απλότης! Θα πάρεις ένα σαγανάκι και θα ρίξεις λίιιιιιιιγο λάδι. Ούτε καν να καλύπτει τον πάτο. Μόλις κάψει, ρίχνεις άτακτα την ψίχα και κουνάς να καλύψει τον πάτο (όση μανούρα δεν έχει το υλικό και η εκτέλεση, την κάνεις για την εμφάνιση). Δε χαμηλώνεις τη φωτιά, δεν ανακατεύεις. Σκοπός είναι να ψιλοπιάσει η μελιτζάνα και να γίνει σαν πιατάκι. Αυτό συμβαίνει μετά από 3-5 λεπτά, ίσως και παραπάνω καθότι εγώ το κάνω σε γκάζι. Για να μην κολλήσει, κουνάς λίγο το σαγάνι. Όταν το όλο είναι ζεστό, το αφήνεις να πέσει χωρίς να γυρίσει σε πιάτο, και πασπαλίζεις με το βασιλικό. Σπέρνεις από πάνω τη ricotta σε ημίχονδρα κομπάκια και τελειώνεις με αγουρέλαιο. Δε χρειάζεται αλάτι για το δικό μου γούστο, αλλά non disputandum. Φά'το πριν το πραγματικό γεύμα με ζεσταμένη αραβική πίτα. Έμαθα ωραία πραγματάκια για τη ricotta, θα αναρτηθούν άμεσα.

Μα, δεν το πιστεύω ότι κάθομαι και δίνω συνταγές!

Παρασκευή 4 Απριλίου 2008

η σοφία του λιγότερου

Και ποιος είμαι εγώ να κρίνω το μέσο νεοέλληνα θεατρικό συγγραφέα.
Έχεις απόοολυτο δίκιο. Κανείς. Εγώ μια άποψη λέω.
Έχοντας ξοδέψει λιγουλάκι από το χρόνο της ζωής μου βλέποντας δύο καλά κατ'εμέ ελληνικά έργα, "Το τυφλό σημείο'' του Γιάννη Μαυριτσάκη και ''Αγνοούμενοι-Μια ενδιαφέρουσα ζωή'' του Βασίλη Κατσικονούρη, έχω μέσα μου μια διερώτηση, που δόξα τω υψίστω μοιράζομαι με φίλους. Γιατί ενώ το έργο έχει δυνάμει μια φοβερή ισχύ, ενώ υπάρχουν στιγμές που σε συγκλονίζει (really λέμε), ενώ και το ανέβασμα είναι από επαρκές και ΟΚ (γλυκυτάτη Φριντζήλα σαφώς καλύτερη στο Μτσενσκ παρά στη Βικτώρια) ως ψιλοσπαρακτικούλι με ολίγη μαγκιά (Δημοσθένη, γιατί δεν το κάνεις πιο συχνά αυτό, πουλάκι μου;), ΓΙΑΤΙ, φωνάζω, ΓΙΑΤΙ πρέπει το έργο ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ να ξεφουσκώσει πριν το τέλος;
Πέρασα αρκετές στιγμές στο Πορεία και μεγάλο μέρος του έργου στις Ροές (ψυχολογικά γαρ hopeless μετά από μέρα γεμάτη συγκυρίες) δακρύζοντας ή κλαίγοντας. Αυτό από μόνο του, καθότι το επιδιώκω ο ανώμαλος, δεν πείθει για τη δυναμική του έργου, αλλά είναι τεσπά ένα σημάδι. Έλα όμως που πριν το τέλος προλαβαίνεις και ξεχνάς πώς ήσουν προ μισαώρου!
Είναι δύσκολο για ένα έργο να πείσει με ειλικρινείς εξάρσεις, πόσω μάλλον να εναρμονιστούν με αυτό οι ηθοποιοί. Όταν λοιπόν γαμώτο αυτό σου πετυχαίνει, κόφτο εκεί το εργάκι, να πέσει η αυλαία στο καλύτερο, να μείνει η ΛΥΤΡΩΣΗ ακέραια, μια γλυκιά μαμά όλο ανακουφιστική περιποίηση. Γιατί να έχω την αίσθηση ότι άρχισε ένα άλλο έργο, που σημειωτέον δε θα δω κι ολόκληρο;
Φυσικά είμαι υπερβολικός, όπως πάντα. Το 'φερε όμως η Μοίρα και ακριβώς ένα βράδυ προ των ''Αγνοούμενων'', είχα δει Τερζόπουλο, you know: πολύυυυυυυ σύντομη παραστασοperformance όλο βιωματικότητα (χίλια συγγνώμη σας ζητώ), λατινικά, απαραίτητο φτύσιμο υπέροχης εκφοράς και κουρδιστούς (καλό είναι αυτό) ηθοποιούς. Και όταν οι τελευταίοι απώλεσαν τις ψυχωσικές παγομάσκες του Strindberg, και χαμογέλασαν στην υπόκλιση, ένιωσα ευγνωμοσύνη. Όχι απλά ανακούφιση. Και αυτό συνέβη (για διαφορετικούς δυστυχώς εννοείται λόγους, χαχά τρυφερό αρχίδι) μόνο στον απύθμενο αβυσσαλέο βυθό της κυρίας Πατεράκη. Τι άλλο να πω;

Κι επειδή είπαμε ότι η τέχνη θέλει τροφή, θαρρώ πρέπει να εναρμονίσω το μούχτι με τη φιλοσοφία των ανωτέρω. Υπόσχομαι πως όταν βρω αληθινά γρήγορη και ιδιαίτερα νόστιμη συνταγή θα την αναρτήσω πάραυτα. Και θα περιορίσω τις ποσότητες στο απολύτως απαραίτητο...

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

μια ολίγη από Ηνωμένο Βασίλειο ή "Oh dear, μήπως αποστάτησαν οι αποικίες;"




Στο δεύτερο χρόνο παραστάσεων, είπε το μπλογκ αυτό να δει και το Νοσφεράτου Διδόντικους, μετά από φόλες και φόλες διαφόρων θιάσων του heavy duty ρεπερτορίου.



Πήρε λοιπόν -όχι σκόπιμα- την καλή του φίλη που ξέρει από φλέγμα και περπάτησαν κατά Μεταξουργείο, όπου επιτέλους τηρείται το προαιώνιο τυπικό και συμβιώνουν αρμονικά, ως εικός, η τέχνη με τις πουτάνες.



Η τρισχαριτωμένη σκατόφατσα της Ροζαμάλιας Κυρίου στα εισιτήρια ήταν μια εγγύηση, αλλά την πέρασα, ο αδαής, στο ντούκου. Το ίδιο και τους έντονους μορφασμούς των λοιπών πίσω της, που δε μου άρεσαν κιόλας. Όμως ακόμα κι εγώ γελιέμαι κάπου κάπου. Γιατί έχω (οι ανωτέρω φόλες ευθύνονται) πάψει να πιστεύω στους βρυκόλακες, τους έξυπνους και άλλα φανταστικά ζώα της νύχτας, σαν τον Παύλο Εμμανουηλίδη καλή ώρα. Δεν ήταν μόνο το ΚΑΛΟ σωματικό θέατρο χωρίς κλοουνισμούς, που ήξεραν όλοι πώς να το κάνουν. Δεν ήταν μόνο η παρουσία και το ουάου πιάνο του Δρογώση -μα δεν το ήξερα καν ότι παίζει έτσι. Ήταν κάτι λίγο πιο μέσα, ήταν η έλλειψη πόζας και η αίσθηση ενός θιάσου που κράτησε από το επαγγελματικό του πράγματος μόνο τη συνέπεια και τη γνώση του πώς. Αυτό το amateurish touch δε με αφήνει ποτέ ασυγκίνητο, αρκεί να μη δεσπόζει, μικρή μου κατσαρίδα Ιωάννα.



ΚΟΡΥΦΩΣΗ



Τα πράγματα έχουν περιπλακεί, ο Βλαντ ασκεί ήδη τη μοιραία του έλξη στην Ελίζαμπεθ, ο δόκτωρ Βαν Χέσινγκ (δεν είναι ορθογραφικό, είναι πρόταση στο θίασο) κοιλοπονά και πανικοβάλλεται, προειδοποιεί τον Τζόναθαν ότι "Έχουμε πρό-βλη-μα!"



Και Jonathan:



Oh dear, μήπως αποστάτησαν οι αποικίες;






Για να χωνέψεις όμως λίγο το φλέγμα, να γλιστρήσει και να ζεσταθεί στον ελληνοθρεμένο σου οισοφάγο, χρειάζεται λίπανση και σπρώξιμο. Δε θα πρωτοτυπήσω: γιατί να παραθέσω οποιονδήποτε άλλο, όταν υπάρχει η Delia;






Delia Smith: όνομα κύριο και ουσιαστικό, που αν μεταφραστεί κατά λέξη στην ελληνική χάνει εντελώς το νόημά του. Σε ελεύθερη απόδοση θα μπορούσε να σημαίνει: αν ζυγίσεις, πουλάκι μου, τα υλικά σου έστω και κατά προσέγγιση, και κάνεις περίπου προς ακριβώς ό,τι λέει η συνταή, μέχρι και πεθερά πείθεις -Γερασιμίδου, Καβογιάννη, Τασσώ Καββαδία, pick your enemy.



Μαζί με πολλές πολλές πρωτότυπες δικές της ή αναφερόμενες συνταγές -ποτέ κλεμμένες- στο site της, η Delia δεν ξεχνά ποτέ τις παραδοσιακές ζυμοπουτίγκες της comfort food φιλοσοφίας. Η συνύπαρξη αλατιού και ζάχαρης είναι εξαιρετική alternative στο passé γιν-γιανγκ, άσε που το καλό κινέζικο θέλει ειδικό food market, και ποιος να τρέχει.



Αυτό το μπλογκ έχει ρίξει μεγάλες ποσότητες του κατωτέρω στο στομαχάκι του, μάρκας Walkers, σε κουτάκι που φορά καλοσιδερωμένο κιλτ. Ωστόσο, το σπιτικό shortbread είναι μαγκιά, ρε φίλε. Άσε που δεν παθαίνει τίποτα και τρώγεται ως και μήνα μετά (να πέσει φωτιά να σε κάψει!). Αποτολμήστε το ΜΟΝΟ με τον τρόπο της Delia. Jamie, είσαι λίγος. Κύριε Ηλία, πείτε στους συντάκτες σας να τα δοκιμάζουν άλλη φορά -no offence!




Shortbread




175 γραμ βούτυρο σε θερμοκρασία δωματίου (οκ, οκ, ή μαργαρίνη)


75 γραμ ζάχαρη άχνη (και λίγη έξτρα κρυσταλλική, για πασπάλισμα)


175 γραμ αλεύρι για όλες τις χρήσεις (κοσκινισμένο, μη βαριέσαι, τόσες θερμίδες θα φας!)


75 γραμ σιμιγδάλι ψιλό


μια-δυο πρέζες αλάτι (προσθήκη μου)




Άρχισε χτυπώντας το βούτυρο σε λεκάνη με ξύλινη κουτάλα, να μαλακώσει. Πρόσθεσε έπειτα τη ζάχαρη, το ΚΟΣΚΙΝΙΣΜΕΝΟ αλεύρι και το σιμιγδάλι (τμηματικά, εννοείται!). Δούλεψε καλάααααα τα υλικά με την κουτάλα, βάλε και λίγο χέρι προς το τέλος, να σφίξει ο ζυμαρούλης και να μην αφήνει ψίχουλα στη λεκάνη. Πέτα τον σε μια αλευρωμένη επιφάνεια και άνοιξέ τον με ΠΛΑΣΤΗ σε στρογγυλό σχήμα, περίπου στο μέγεθος της διαμέτρου 20 εκατοστών φόρμας για τάρτες που έχεις πρόχειρη για τέτοιες δουλειές. Πίεσε τις άκρες να παν να βρουν τη φόρμα και, αν δε βαριέσαι, πατίκωσέ το μια ακόμα να αποκτήσει παντού το ίδιο πάχος (γι αυτό και όλη η διαδικασία, αν δεν κατάλαβες). Τέλος, πάρε ένα πηρουνάκι και γέμισε τρύπες όλη μα όλη την επιφάνεια του ζυμαρούλη, όσο αθώος κι αν φαίνεται (δε θα είναι, σε λίγο). Είναι σημαντικό, ώστε να μη φουσκώσει κατά τόπους.


Ψήσε στο κεντρικό ράφι του φούρνου (μα, δεν είναι θεά;) στους 150 Κελσίου, στους οποίους και έχεις προθερμάνει, για 60-70 λεπτά. Πρέπει να γίνει χρυσούλι και σκληρούλι. Ενώ είναι ζεστό (άρα και δε θρύει), το κόβουμε με μαχαίρι χωρίς δόντια σε 12 κομμάτια ωσάν πίτσα. Πασπαλίζουμε με την κρυσταλλική και αφήνουμε να κρυώσει στο ταψί.


Μα, δεν το πιστεύω ότι κάθομαι και δίνω συνταγές!

ο καλός ο οικοδεσπότης

Αφού από την αχρησία, αρκετές μέρες μετά τη γέννησή του, κατάφερε να ξυπνήσει, το μπλογκάκι αυτό αναρωτιέται τι κάνει τον καλό οικοδεσπότη.
Τι, αλήθεια, περιμένει ο φιλοξενούμενος; Εγώ λέω, να διαβάσει και να φάει. Κι αν δε σε καλύπτει η με βαριά προφορά peeping tom διάθεση της Μυρσίνης από λαϊκή σε κατώι, εδώ δεσμεύομαι να βρεις πιο βαριά κουλτούρα. Ντάξει, δεν είμαι κι ο Μιχαήλ, αλλά έχουμε κι εμείς παρτίδες με τα site του εξωτερικού, και δίνουμε και τις αναλογίες, όχι αλεύρι νερό βούτυρο και μετά "γιατί δε φουσκώνει το cake"... Επίσης, αν σου πέσει βαρύ το γλυκό και αρχίσεις ν'αναρωτιέσαι αν ήρθες στη ζωή αυτή μόνο για να παχαίνεις, προσφέρεται μια μικρή νότα απενοχοποίησης με σχολιασμό -όχι ανάλυση καλέ, άπαπα...- θεάτρων και βιβλίων και μουσικών και ταινιών. Να πεις ο άνθρωπος, τουλάχιστον κομίζουμε εις την τέχνη κι εγώ και οι εύσωμοι της Αθηναίδος, δεν πάνε χαμένα τα καλορί.
Αν, βέβαια, ο μάγειροζαχαροπλάστης διέρχεται περίοδο βρασμού κολλύβων, φαντάζεσαι πως τα πράγματα θα πάρουν μια ιδέα παραπάνω τσιγάρισμα, θα σκουρύνουν, απόχρωση φοβισμένου κρεμμυδιού για φρέσκα ζυμαρικά με μυζήθρα, ή περισσότερο, ανάλογα με το πόσο κακό έχει ανιχνευτεί στην ατμόσφαιρα και πόσο εμείς είμαστε τελικά πλασμένοι να δεχτούμε. Γιατί τελικά, αυτό κι αν αλλάζει από λεπτό σε λεπτό -έξις δευτέρα φύσις.
Σημειωτέον ότι, αν παρατηρηθεί οποιαδήποτε ελάχιστη αποδοχή του εγχειρήματος από το Κοινό, το μπλογκ αυτό δεσμεύεται να μετονομαστεί σε ''Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας'' με αυτόματη εκχώρηση των δικαιωμάτων του στην τηλεόραση του Alpha προς παραγωγή τηλεοπτικής σειράς, εκπομπών μαγειρικής ή στήλης free press. Αυτά.